Home > Βιομηχανία/Τομέας > Government; Law enforcement > Police

Police

Special government unit empowered to enforce the law.

Contributors in Police

Police

παράνομων μεταναστών

Law enforcement; Police

Ένας παράνομος μετανάστης είναι ένα πρόσωπο που εισάγει μια χώρα σε όλη η σωστή οδός, δηλαδή, χωρίς να αποκτήσουν θεώρηση με τη χώρα ...

απαγωγή

Law enforcement; Police

Για να πάρετε κάποιον από μια θέση χωρίς τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού ή απάτη. Βλέπε επίσης "απαγωγή".

οργανωτική κουλτούρα

Law enforcement; Police

Αξίες και παραδόσεις, ανακοινώνονται ανεπίσημα, ότι επηρεάζουν την οργανωτική στυλ της αστυνομίας στα πλαίσια ενός τμήματος της αστυνομίας. ...

μπλε ταινία-προμήθειες

Law enforcement; Police

Προμήθειες που εξυπηρετούν ως φόρμα του εξωτερικού λογοδοσίας για την αστυνομία διεξάγει η διεύθυνση ένα πλήρες φάσμα των αστυνομικών ζητημάτων και να συγκεντρώνουν κορυφαίοι εμπειρογνώμονες να ...

streetwalker

Law enforcement; Police

Ένα που αντιπροσωπεύει το κατώτερο άκρο της κλίμακας των κοινωνικών και οικονομικών της πορνείας από την προσέλκυση στους δρόμους, έτσι είναι ιδιαίτερα ορατή, τόσο η αστυνομία όσο και το ευρύ ...

συλλογική διαπραγμάτευση

Law enforcement; Police

Μια μέθοδος προσδιορισμού συνθήκες απασχόλησης μέσω των διμερών διαπραγματεύσεων με βάση τις ακόλουθες αρχές: οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα της φόρμας συνδικάτα, οι εργοδότες πρέπει να αναγνωρίζουν τα ...

Κούρσα

Law enforcement; Police

Μια ομάδα ανθρώπων που ταξινομούνται μαζί, με βάση φυσικούς και βιολογικούς ομοιότητες.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

PAB Security

Κατηγορία: Business   1 78 Όροι

NAIAS 2015

Κατηγορία: Autos   1 10 Όροι