Home > Βιομηχανία/Τομέας > Electrical equipment > Power supplies
Power supplies
Industry: Electrical equipment
Προσθήκη νέου όρουContributors in Power supplies
Power supplies
πίεση
Electrical equipment; Power supplies
Δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας. Η απόλυτη πίεση μετριέται αναφορικά με τη μηδενική πίεση. Η μανομετρική πίεση μετριέται αναφορικά με την ατμοσφαιρική ...
ιονισμός
Electrical equipment; Power supplies
Γενικά, η διάσταση ενός ατόμου ή μορίου σε θετικά ή αρνητικά ιόντα ή ηλεκτρόνια. Περιοριστικά, η κατάσταση ενός μονωτή όπου διευκολύνει τη διέλευση ρεύματος, λόγω της παρουσίας φορτισμένων σωματιδίων ...
πλαστικό
Electrical equipment; Power supplies
Ουσίες υψηλού πολυμερούς, συμπεριλαμβανομένων τόσο φυσικών, όσο και συνθετικών προϊόντων, εξαιρώντας όμως λάστιχα, τα οποία είναι ικανά για ροή υπό θερμότητα και πίεση οποιαδήποτε ...
φορτίο
Electrical equipment; Power supplies
Στην ηλεκτροστατική, η ποσότητα ηλεκτρισμού, παρούσα σε οποιαδήποτε ουσία που έχει συσσωρευμένη ηλεκτρική ...
μόνωση
Electrical equipment; Power supplies
Υλικό υψηλής αντίστασης στη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, που αποτρέπει τη διαρροή ρεύματος από έναν αγωγό.
αντίσταση
Electrical equipment; Power supplies
Ιδιότητα ενός αγωγού, που ορίζει το ρεύμα που παράγεται από μία δεδομένη διαφορά δυναμικού. Το ohm είναι η πρακτική μονάδα αντίστασης. ...
διηλεκτρική σταθερά (σχετική διηλεκτρική)
Electrical equipment; Power supplies
Ιδιότητα ενός διηλεκτρικού που καθορίζει την ηλεκτροστατική αποθηκευμένη ενέργεια ανά μονάδα όγκου κλίσης δυναμικού. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί