Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
γράφημα γραμμών
Γλώσσα; Public speaking
Ένα γράφημα που χρησιμοποιεί μία ή περισσότερες γραμμές να δείχνουν αλλαγές στα στατιστικά στοιχεία κατά χρόνο ή ...
ραβδόγραμμα
Γλώσσα; Public speaking
Ένα γράφημα που χρησιμοποιεί κάθετες ή οριζόντιες γραμμές για να εμφανίσετε τις συγκρίσεις ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ...
ομάδας διαλόγου
Γλώσσα; Public speaking
Μια ομάδα συναρμολογούνται, να διερευνήσει τις βασικές υποθέσεις του ένα πρόβλημα, αλλά όχι απαραίτητα για να το ...
συναίνεση
Γλώσσα; Public speaking
Μια απόφαση της ομάδας που είναι αποδεκτό από όλα τα μέλη της ομάδας.
αιτιώδη σειρά
Γλώσσα; Public speaking
Η μέθοδος οργάνωσης ομιλία στην οποία τα κύρια σημεία που δείχνουν μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
ασύρματα μικρόφωνο
Γλώσσα; Public speaking
Ένα μικρόφωνο που λειτουργεί με τη διαβίβαση ραδιοφωνικά σήματα για ένα δέκτη που συνδέεται με το σύστημα αναγγελιών (PA). Επίσης ασύρματο μικρόφωνο. ...
σύγχυση και γεγονός και γνώμη
Γλώσσα; Public speaking
Κατάχρηση αποδεικτικά στοιχεία σε πειστική μιλώντας στο οποίο προσφέρονται προσωπικές απόψεις σαν να ήταν αντικειμενικό γεγονός ή γεγονότα απορρίπτει ως να επρόκειτο για απλή γνωμοδότηση. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί