![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
λιβάνι
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Μία συγκολλητική ουσία ή ρητίνη κατά την καύση της οποίας παράγεται αρωματικός καπνός.
freemason
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Μέλος μιας αρχαίας μυστικής αδελφότητας που αρχικά περιοριζόταν σε ειδικευμένους τεχνίτες.
συχνότητα
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Ο συγκριτικός αριθμός κάθε είδους περιστατικά μέσα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή διάστημα.
Νωπογραφία
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
H τέχνη της ζωγραφικής σε μια επιφάνεια ασβεστοκονιάματος, ιδιαίτερα σε τοίχους και ταβάνια.
grimace
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η στιγμιαία παραμόρφωση της συνηθισμένης έκφρασης του προσώπου, μορφασμός.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
10 Architectural Structures that Nearly Defy Gravity
![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
![](https://accounts.termwiki.com/thumb1.php?f=15bae805-1401353328.jpg&width=304&height=180)