Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

αναβάλω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Η καθυστέρηση ή η αναβολή για άλλη χρονική στιγμή.

εκτρέψει

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Προκαλώ αλλαγή κατεύθυνσης ή αποκρούω κάτι που κατευθύνεται προς εμένα.

deforest

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Κόβω τα δέντρα ή καταστρέφω το δάσος σε κάποια περιοχή.

παραμορφωθεί, οι χώροι

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Παραμορφώνω ή αλλάζω την όψη ή το σχήμα.

κατακρατείται

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Ο τόπος σε ή η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι.

wherewith

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Με τα απαραίτητα μέσα ή τους πόρους.

εξαπατώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Η παραπλάνηση με ή μέσω ψεύδους.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The most dangerous mountains in the world

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 8 Όροι

South African Politicians

Κατηγορία: Politics   2 4 Όροι