Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

συνηγορώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να έχεις βαρύτητα ή επιρροή στον προσδιορισμό μιας ερώτησης

μιμητική, μίμηση >''μίμος''

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

μιμούνται, είναι η δράση της μίμησης ενέργειες κάποιου άλλου, μπορεί να είναι η φωνή, χειρονομίες

ελαχιστοποιώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Περιορίζω στην ελάχιστη ποσότητα ή σε βαθμό.

παρανοώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

συλλάβει = μάθετε, λατινική ρίζα, έτσι σημαίνει μάθηση λάθος

παραφέρομαι

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

παρεκτρέπονται, είναι άρρωστος, συμπεριφέρονται κακή ή λανθασμένη συμπεριφορά με βάση την περίσταση.

παρερμηνεύω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

παρερμηνεύουν = ερμηνεύσει κατά τρόπον ελαττωματικό, δεν πραγματικά να κατανοήσει ή να καταλάβει σωστά.

χάνω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

χάνω, σημαίνει τοποθετήσουν σε λάθος μέρος, ως εκ τούτου να θέσει σε λάθος μέρος, να θέσει = να βάλει, να τοποθετήσετε ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Real-Property

Κατηγορία: Business   1 1 Όροι

Top 10 Bottled Waters

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι