Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
δραματοποιώ, κάθιστώ δραματικό
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να αφορούν ή αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο δραματικό ή θεατρική.
πιέζω χρεώστη (π.χ όχληση Τραπεζών π.χ)
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να κάνει μια προσφορά ή ζήτηση επανειλημμένα αιτήματα για πληρωµής.
μειώνομαι, (μείωση, ελάττωση, γίνομαι λιγότερος, μικρότερος)
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να μειώσει ή να γίνει λιγότερο.