Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
κριτήριο
Γλώσσα; Public speaking
Στοιχείο που χρησιμοποιείται ως βάση για να κρίνουμε ή να αξιολογήσουμε κάτι.
πάθος
Γλώσσα; Public speaking
Όρος που χρησιμοποιούσε ο Αριστοτέλης για να περιγράψει το συναίσθημα.
παραλληλισμός
Γλώσσα; Public speaking
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα μεταξύ δύο λέξεων, φράσεων ή προτάσεων.
ονομαματοποιία
Γλώσσα; Public speaking
Η χρήση λέξεων των οποίων ο ήχος μιμείται το φυσικό ήχο του πράγματος.
κάνω πρόβα
Γλώσσα; Public speaking
Η εξάσκηση για μια παρουσίαση έως ώτου τελειοποιηθούν όλα τα δύσκολα σημεία.