Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
κυρίως θέμα
Γλώσσα; Public speaking
Το μεσαίο τμήμα ενός λόγου στο οποίο ναπτύσσονται οι κύριες ιδέες.
συναισθηματική ιστορία
Γλώσσα; Public speaking
Συγκινητική ιστορία που συνήθως φέρνει δάκρυα στα μάτια.
προφορική αναφορά
Γλώσσα; Public speaking
Ομιλία που παρουσιάζει τις ανακαλύψεις, τα συμπεράσματα, τις αποφάσεις κ.α μιας μικρής ομάδας.
εθνοκεντρισμός
Γλώσσα; Public speaking
Η άποψη ενός ατόμου να κρίνει και να αποτιμά τους κανόνες και τις αξίες άλλων κοινωνιών με βάση τους κανόνες του δικού του ...
παράδειγμα
Γλώσσα; Public speaking
Ιδιαίτερη περίπτωση που χρησιμοποιείται για να επεξηγήσει ή να παρουσιάσει μια ομάδα ανθρώπων, ιδεών, συνθηκών, εμπειριών ή κάτι ...
διήγηση
Γλώσσα; Public speaking
Ιστορία που χρησιμοποιείται για να επεξηγήσει κάποιες σημαντικές αλήθειες σχετικά με το θέμα του ομιλητή.