Home > Όροι > Afrikaans (AF) > Beenmurg

Beenmurg

Die sagte weefsel wat in afgeslote beenholtes aanwesig is. Dit vul die holtes van bene en bevat vet en onvolwassea asook volwasse bloedselle, insluitende witbloedselle, rooibloedselle en plaatjies.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Anatomy
  • Category: Central Nervous System
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Karin Stelzmann
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

borsbeeld

'n Gebeeldhoude of geskilderde portret wat bestaaan uit die kop, skouers en bo-arms van die onderwerp.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ebola

Κατηγορία: Health   6 13 Όροι

Automotive Dictionary

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι