Home > Όροι > Afrikaans (AF) > Disartrie

Disartrie

Spraakstoornis as gevolg van 'n letsel aan die sentrale senuweestelsel; in teenstelling met afasie wat ten gevolge van kortiese skade veroorsaak word.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Neuroscience
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Flow
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

toebroodjies

'n Toebroodjie word van een of meer snye brood gemaak, met voedsame vulsel tussen hulle. Enige soort brood, room of loaf brood, rolletjies en ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blossary Of Polo Shirts Brands

Κατηγορία: Μόδα   1 10 Όροι

Extinct Birds and Animals

Κατηγορία: Animals   2 20 Όροι