Home > Όροι > Afrikaans (AF) > Endogeraamte

Endogeraamte

'n Geraamte in 'n dier wat binne die liggaam geleë is en word uit bene in mense en gewerweldes gevorm.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Anatomy
  • Category: Gross anatomy
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Handre Stoman
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Christmas

Kers

A lig bron gekenmerk deur 'n pit ingebed in soliede brandstof, gewoonlik was of vet, en gebruik word in die Christendom om die lig van Jesus Christus ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Nike Running Shoes

Κατηγορία: Σπορ   1 10 Όροι

GE Lighting Blossary

Κατηγορία: Τεχνολογία   3 14 Όροι