Home > Όροι > Bosnian (BS) > buržuazija
buržuazija
In marxian theory, the class of people which owns the means of production.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Karl Schaeffer
0
Όροι
9
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Mathematical Terms in English, German and Indonesian
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 8 Όροι
Browers Terms By Category
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- Mapping science(4042)
- Soil science(1654)
- Physical oceanography(1561)
- Geology(1407)
- Seismology(488)
- Remote sensing(446)
Earth science(10026) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)