Home > Όροι > Bosnian (BS) > heker
heker
A person who views and uses computers as objects for exploration and exploitation.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Portugal National Football Team 2014
Κατηγορία: Σπορ 1 23 Όροι
Browers Terms By Category
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)
Economy(4111) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)