Home > Όροι > Bosnian (BS) > plodnost
plodnost
The amount of reproduction among women of childbearing age.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices
matičnjak
herb (fresh sprigs) Description: Mint-like leaves, also called balm. Sweet, lemon flavor with a citrus scent. Uses: Jams and jellies, salads, soups, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Printers(127)
- Fax machines(71)
- Copiers(48)
- Office supplies(22)
- Scanners(9)
- Projectors(3)
Office equipment(281) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Meteorology(9063)
- General weather(899)
- Atmospheric chemistry(558)
- Wind(46)
- Clouds(40)
- Storms(37)
Weather(10671) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)