Home > Όροι > Galician (GL) > adobo
adobo
A Philippine national dish of braised chicken and pork with coconut milk.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: proper noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
- Category: Misc restaurant
- Company: Epricurious
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals
impresora
type of peripheral device that produces hard copies of information generated by a computer on paper and other media
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Industrial lubricants(657)
- Cranes(413)
- Laser equipment(243)
- Conveyors(185)
- Lathe(62)
- Welding equipment(52)
Industrial machinery(1734) Terms
- Characters(952)
- Fighting games(83)
- Shmups(77)
- General gaming(72)
- MMO(70)
- Rhythm games(62)
Video games(1405) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)