Home > Όροι > Galician (GL) > cilantro

cilantro

spice (whole or ground) Description: Seeds from the coriander plant, related to the parsley family (see cilantro). Mixture of lemon, sage and caraway flavors; musty. Uses: Baking, pickling, and Mexican and Spanish recipes, sausage, curries

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): cilantro
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: Herbs & spices
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

beatrizcanestro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

O Xardín das Delicias

Bosch's most famous and unconventional picture, The Garden of Earthly Delights was painted between 1490 and 1510. The oil painting is on three panels, ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Sinharaja Rain Forest

Κατηγορία: Travel   1 20 Όροι

Best female artists

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι