Home > Όροι > Galician (GL) > cilantro

cilantro

spice (whole or ground) Description: Seeds from the coriander plant, related to the parsley family (see cilantro). Mixture of lemon, sage and caraway flavors; musty. Uses: Baking, pickling, and Mexican and Spanish recipes, sausage, curries

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): cilantro
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: Herbs & spices
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ana_gal
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

pementa de caiena

spice (ground) Description: Powdered seasoning made from a variety of tropical chiles, including red cayenne peppers. It is very hot and spicy, so use ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

Glossary of environmental education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 41 Όροι