Home > Όροι > Croatian (HR) > laparoskopija

laparoskopija

A type of surgery in which a small incision (cut) is made in the abdominal wall through which an instrument (a laparoscope) is placed to permit structures within the abdomen and pelvis to be seen. Tubes, probes, and other instruments can be introduced through the same opening. In this way, a number of surgical procedures can be performed without the need for a large surgical incision.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Hospitals
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Birds

prugasti orao

Prugasti orao (Hieraaetus fasciatus) ima relativno duga, uska krila, dug rep i dug vrat. Na bijelim dijelovima mu odskače tamna traka na potkrilju i ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

U.S.-China economic dialogues

Κατηγορία: Languages   2 10 Όροι

WWDC14

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 3 Όροι