Home > Όροι > Croatian (HR) > laparoskopija

laparoskopija

A type of surgery in which a small incision (cut) is made in the abdominal wall through which an instrument (a laparoscope) is placed to permit structures within the abdomen and pelvis to be seen. Tubes, probes, and other instruments can be introduced through the same opening. In this way, a number of surgical procedures can be performed without the need for a large surgical incision.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Hospitals
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

brankaaa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

krastavac

Dugačak, zeleni član porodice tikvi u obliku cilindra sa jestivim sjemenkama okruženim blagim i svježim mesom. Koristi se za izradu kiselih krastavaca ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

payment in foreign trade

Κατηγορία: Business   1 4 Όροι

Idioms from English Literature

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 11 Όροι