Home > Όροι > Croatian (HR) > štrajk

štrajk

To damage or destroy, as by forceful contact

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Γεωγραφία
  • Category: Geophysics
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

brankaaa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική Category:

bankomat

Kompjuterizirani telekomunikacijski uređaj koji omogućava klijentu financijske institucije pristup financijskim transakcijama u javnom prostoru bez ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Astrill

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 2 Όροι

Financial contracts

Κατηγορία: Νομική   2 12 Όροι