Home > Όροι > Kazakh (KK) > аланил

аланил

The radical CH3CHNH2CO_; occurs in, for example, alanyl alanine, a dipeptide.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: Organic chemistry
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

бюст

A sculpted or painted portrait that comprises the head, shoulders and upper arms of the subject.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Greatest amusement parks

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 1 Όροι

Events of the Cold War

Κατηγορία: Ιστορία   1 5 Όροι