Home > Όροι > Kazakh (KK) > термометр

термометр

An instrument for measuring temperature.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: General chemistry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Basketball

ойыннан тыс доп

(basketball term) any ball that is not live; occurs after each successful field goal or free-throw attempt, after any official's whistle or if the ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Intro to Psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 5 Όροι

Food products of Greece

Κατηγορία: Other   1 2 Όροι