Home > Όροι > Macedonian (MK) > аналоген
аналоген
Corresponding (to some other) in certain respects, as in form, proportion, relations.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: adjective
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Λεξιλόγιο SAT
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Елизабет Тејлор
A three-time Academy Awards winner, Elizabeth Taylor is an English-American film legend. Beginning as a child star, she is known for her acting talent ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Tatiana Platonova 12
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
"War and Peace" (by Leo Tolstoy)
Κατηγορία: Λογοτεχνία 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)