Home > Όροι > Macedonian (MK) > чирак

чирак

this is often a student aiming to gain theoretical and practical training in school and work experience in the kitchen. He or she performs preparatory work and/or cleaning work.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Restaurants
  • Category: Culinary
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Mammals

Азиските еднорог

Исто така наречен Сајола, на азиската еднорог е ретко гледано животно кое живее во Аниматските Планини граничејќи се со Лаос и Виетнам. Не се познати ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dangerous Dog Breeds

Κατηγορία: Animals   4 4 Όροι

Nikon Digital SLR's Camera

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 22 Όροι

Browers Terms By Category