Home > Όροι > Macedonian (MK) > група
група
A demographic term for group.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices
коријандер
spice (whole or ground) Description: Seeds from the coriander plant, related to the parsley family (see cilantro). Mixture of lemon, sage and caraway ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- General art history(577)
- Visual arts(575)
- Renaissance(22)
Art history(1174) Terms
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Digital Signal Processors (DSP)(1099)
- Test equipment(1007)
- Semiconductor quality(321)
- Silicon wafer(101)
- Components, parts & accessories(10)
- Process equipment(6)