Home > Όροι > Macedonian (MK) > лазања

лазања

A wide, flat pasta noodle with a ruffled or plain edge. Also a dish prepared using the lasagna noodle with various cheeses, and a tomato sauce. A meat is sometimes included. The plural of lasagna is lasagne.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: Grains
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ на учење

End result of a process of learning; what one has learned.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test_blossary

Κατηγορία: Business   1 1 Όροι

Top Ten Biggest Bodybuilders

Κατηγορία: Σπορ   1 10 Όροι