Home > Όροι > Macedonian (MK) > скроб

скроб

1. The lowest of sales that a restaurant must achieve in order to cover all costs. 2. The amount that is left would be considered the profit.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

акнестис

Делот од телото, кои не може да го досегнете(да го почешате), обично просторот помеѓу плешките.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Engineering

Κατηγορία: Μηχανική   1 2 Όροι

TOP

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 1 Όροι