Home > Όροι > Macedonian (MK) > tokudo - ординација

tokudo - ординација

(Јапонски) Ординација како припремање за свештенството.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία
  • Category: Βουδισμός
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Kristina Ivanovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική Category:

банкомат

A computerised telecommunications device that provides the clients of a financial institution with access to financial transactions in a public space ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The history of coffee

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι

Futures

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι