Home > Όροι > Macedonian (MK) > миење

миење

Тенок слој од разреден(разводенет) пигмент користен за ја зголеми појавата на сенка.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Art history
  • Category: Visual arts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:

deipnosophist

Лицето кое е господар на вечера маса разговор.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Forex Jargon

Κατηγορία: Business   2 19 Όροι

Education Related

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι