Home > Όροι > Macedonian (MK) > асистент (ТС)

асистент (ТС)

Дипломиран студент кој е вработен со скратено работно време за да им помогне со факултетот наставата.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragana Todorovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

цвет

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Retirement

Κατηγορία: Other   1 21 Όροι

10 Most Famous Streets in the World

Κατηγορία: Travel   2 10 Όροι