Home > Όροι > Serbo Croatian (SH) > sposobnosti

sposobnosti

An individual's abilities as they relate to knowledge, understanding, and skills; see also minimal competence.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jelena Burgic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals

štampač

periferijski uređaj koji proizvodi štampane primerke rada na kompjuteru i drugim medijima

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Worlds Best Athletes

Κατηγορία: Σπορ   1 1 Όροι

Most Expensive Diamond

Κατηγορία: Other   1 5 Όροι