Home > Όροι > Albanian (SQ) > rreziqe

rreziqe

a source of danger; a possibility of incurring loss or misfortune

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Γεωγραφία
  • Category: Geophysics
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

acnestis

The part of the body that cannot be reached (to scratch), usually the space between the shoulder blades.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Architectural Structures that Nearly Defy Gravity

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι

Investment Analysis

Κατηγορία: Business   2 9 Όροι