Home > Όροι > Σερβικά > актив

актив

У активу, субјекат глагола врши акцију. На пример, "Она је посетила своје пријатеље у Чикагу."

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
  • Category: Grammar
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sladjana milinkovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Grammar

изоловани језик

Isolating languages tend to form their words of single morphemes (that is, of roots without affixes). They often use several short words where another ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Rare Fruit

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

UIC-COM Medical Genetics

Κατηγορία: Επιστήμη   1 6 Όροι