Home > Όροι > Σερβικά > актив

актив

У активу, субјекат глагола врши акцију. На пример, "Она је посетила своје пријатеље у Чикагу."

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
  • Category: Grammar
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

padimo
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment Category: Electricity

električna opasnost

A dangerous condition such that contact or equipment failure can result in electric shock, arc flash burn, thermal burn, or blast.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dictionary of Geodesy

Κατηγορία: Arts   2 1 Όροι

World War II Infantry Weapons

Κατηγορία: Ιστορία   2 22 Όροι