Home > Όροι > Σερβικά > aneks

aneks

A document appended to an operation order or other document to make it clearer or to give further details.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sinisa632
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Χριστιανισμός

арханђео

Реч "арханђео" потиче од грчке αρχαγγελος (арцхангелос), што значи главни анђео, превод хебрејског רב-מלאך (РАВ-мал'акх). Потиче од грчке Арцхо, што ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Amazing Feats

Κατηγορία: Κουλτούρα   1 9 Όροι

Philosophical Concepts

Κατηγορία: Other   2 24 Όροι