Home > Όροι > Σερβικά > аутоматизовани банкомат

аутоматизовани банкомат

A computerised telecommunications device that provides the clients of a financial institution with access to financial transactions in a public space without the need for a cashier, human clerk or bank teller.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Football

Супер боул

The championship game of the NFL (National Football League,) played between the champions of the AFC and NFC at a neutral site late January or early ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

5 Cities With Extremely High Homeless Figures

Κατηγορία: Other   1 7 Όροι

Top Venture Capital Firms

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι