Home > Όροι > Σερβικά > аутоматизовани банкомат

аутоматизовани банкомат

A computerised telecommunications device that provides the clients of a financial institution with access to financial transactions in a public space without the need for a cashier, human clerk or bank teller.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jelena milic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Νομική Category: Legal

Уставни суд

Уставни суд Украјне једино је тело уставне надлежности у Украјини, у складу са чланом 147. Устава Украјине. Уставни суд Украјине решава питања о ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Essential English Idioms - Intermediate

Κατηγορία: Languages   2 20 Όροι

The first jorney of human into space

Κατηγορία: Ιστορία   1 6 Όροι

Browers Terms By Category