Home > Όροι > Σερβικά > аутоматизовани банкомат

аутоматизовани банкомат

A computerised telecommunications device that provides the clients of a financial institution with access to financial transactions in a public space without the need for a cashier, human clerk or bank teller.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jelena milic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film studies

Неореализам

Италијанска филмска школа, која се јавља по завршетку 2. Светског рата. Карактеристике филмске школе су приче о радничкој класи и сиротињи. Филмови су ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Cosa Nostra

Κατηγορία: Other   4 3 Όροι

Hotel management Terms

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι