Home > Όροι > Σερβικά > руменило

руменило

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Personal care products
  • Category: Makeup
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jelena milic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Νομική Category: Legal

Уставни суд

Уставни суд Украјне једино је тело уставне надлежности у Украјини, у складу са чланом 147. Устава Украјине. Уставни суд Украјине решава питања о ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Options and Corporate Finance

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 15 Όροι

Translation

Κατηγορία: Languages   2 21 Όροι