Home > Όροι > Σερβικά > руменило

руменило

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Personal care products
  • Category: Makeup
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ψυχαγωγία Category: Μουσική

Adan Jang

American musician who founded the band, Owl City, via MySpace. He was signed onto Universal Republic record company in 2009. Before signing on with ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hilarious home-made inventions from China

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 4 Όροι

Famous products invented for the military

Κατηγορία: Objects   1 4 Όροι