Home > Όροι > Σερβικά > ефикасност

ефикасност

Способност да се произведе намеравани ефекат као што је приказано у његовој производњи.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

pedja1983
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Travel services

opomena

to compete very strongly against someone who is expected to win a competition

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

MWC 2015

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 2 Όροι

Political

Κατηγορία: Politics   1 2 Όροι