Home > Όροι > Σερβικά > трава

трава

A narrow-leafed plant with seed-like grains grown for lawns and also used for pasture or grazing material for animals.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: Animal feed
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Snakes

kobra

A highly venomous snake from the elapidae family native to Asia and Africa. When alarmed, a cobra raises its head and expands the skin of the neck to ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Stanford University

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 5 Όροι

Train / Metro

Κατηγορία: Μηχανική   1 4 Όροι