Home > Όροι > Σερβικά > метрика

метрика

A standard of measure, often specifically used of the system of measure based on decimal divisions developed in europe, and especially france, during the sixteenth and seventeenth centuries.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Art history
  • Category: Visual arts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Suncookreti
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ учења

Крајњи резултат процеса учења; оно што је научено.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Apple Watch Features

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 6 Όροι

Famous products invented for the military

Κατηγορία: Objects   1 4 Όροι