Home > Όροι > Σερβικά > нерђајући челик

нерђајући челик

A strong metal used for jewelry that is less likely to rust or corrode than regular steel or other jewelry metals.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Jewelry
  • Category: Κοσμήματα
  • Company: Kay Jewelers
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Suncookreti
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ учења

Крајњи резултат процеса учења; оно што је научено.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

EMA, SmPC and PIL terms in EN, FI

Κατηγορία: Επιστήμη   2 4 Όροι

Notorious Gangs

Κατηγορία: Other   2 9 Όροι