Home > Όροι > Σερβικά > волфрам

волфрам

Релативно нов метал у индустрији накит а често користи за бурме. Волфрам је отпоран на корозију и четири пута јаче него титанијума.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Jewelry
  • Category: Κοσμήματα
  • Company: Kay Jewelers
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Christmas

свећа

A light source typified by a wick embedded in solid fuel, usually fax or fat, and used in Christianity to symbolize the Light of Jesus Christ.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World's Deadliest Diseases

Κατηγορία: Επιστήμη   1 8 Όροι

All time popular songs

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 6 Όροι