Home > Όροι > Σερβικά > напон
напон
The amount of electromotive force, measured in volts, that exists between two points.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Solar power
- Company: U.S. DOE
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits
suvo grožđe
A dried grape. Raisins have a higher sugar content and a different flavor from grapes. Raisins are eat out-of-hand and used in cereals, puddings, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
zblagojevic
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Glossary of environmental education
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 41 Όροι
Browers Terms By Category
- General furniture(461)
- Oriental rugs(322)
- Bedding(69)
- Curtains(52)
- Carpets(40)
- Chinese antique furniture(36)
Home furnishings(1084) Terms
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)