Home > Όροι > Σερβικά > напон

напон

The amount of electromotive force, measured in volts, that exists between two points.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
  • Category: Solar power
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

suvo grožđe

A dried grape. Raisins have a higher sugar content and a different flavor from grapes. Raisins are eat out-of-hand and used in cereals, puddings, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

Glossary of environmental education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 41 Όροι