Home > Όροι > Σερβικά > водопад
водопад
a sudden, nearly vertical drop in a stream, as it flows over rock.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Water
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals
štampač
vrsta periferijskog uređaja koji proizvodi štampanu kopiju podataka generisanih od strane kompjutera na papiru ili drugom medijumu
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Daniel Soto Espinosa
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Moves to strengthen or dismantle climate change policy
Κατηγορία: Politics 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Characters(952)
- Fighting games(83)
- Shmups(77)
- General gaming(72)
- MMO(70)
- Rhythm games(62)
Video games(1405) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)