Home > Όροι > Σερβικά > водопад

водопад

a sudden, nearly vertical drop in a stream, as it flows over rock.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Water
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aleksandra Lazic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals

štampač

vrsta periferijskog uređaja koji proizvodi štampanu kopiju podataka generisanih od strane kompjutera na papiru ili drugom medijumu

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Engineering

Κατηγορία: Μηχανική   1 2 Όροι

Moves to strengthen or dismantle climate change policy

Κατηγορία: Politics   1 1 Όροι