Home > Όροι > Σερβικά > pojačavač

pojačavač

Uređaj koji povećava amplitudu električnog signala, pogotovu uređaj koji koristi tranzistore i elektronske cevi.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Vladislava Vitic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Festivals

Lepljive knedlice od pirinča

Lepljive knedlice od pirinča, takođe poznate kao "zongzi" ili 粽子 na pojednostavljenom mandarinskom. Jedu se za vreme '''Dragon Boat'' festivala. Prave ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Product Standards

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 5 Όροι

Myers-Briggs Type Indicator

Κατηγορία: Εκπαίδευση   5 8 Όροι