Home > Όροι > Filipino (TL) > awtorisadong tao

awtorisadong tao

Ang taong pormal at karapat-dapat na nabigyan ng kapangyarihan isagawa ang mga tinukoy na mga tungkulin kaugnay sa isang posisyon o kasunduan o kontrata.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Νομική
  • Category: Contracts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Stephanie Cuevas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

bulaklak

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Martial Arts

Κατηγορία: Σπορ   2 11 Όροι

Top 10 Most Popular Search Engines

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 10 Όροι

Browers Terms By Category