Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > Asher
Asher
1) Hijo de Jacob (Israel). El antepasado de una de las tribus de Israel, 2) La tribu que lleva su nombre.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: proper noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία
- Category: Judaism
- Company: Jewfaq.org
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
medicina comunitaria
La especialidad que tiene a su cargo la salud y la enfermedad de una población o de una comunidad en particular. El objetivo es identificar los ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Top Ten Biggest Bodybuilders
Κατηγορία: Σπορ 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)
Manufacturing(1257) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Wireless networking(199)
- Modems(93)
- Firewall & VPN(91)
- Networking storage(39)
- Routers(3)
- Network switches(2)