Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > agente
agente
Una persona que es responsable de la facilitación de reservas de viaje. Un miembro de una agencia de viajes.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Revelex
- Κλάδος/Τομέας: Travel
- Category: Travel sites
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
chicharrón
Chicharrón is the deep-fried, salted and crunchy pork rind. It is a typical Dominican snack (or picadera as they would call it) and you can easily buy ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- Meteorology(9063)
- General weather(899)
- Atmospheric chemistry(558)
- Wind(46)
- Clouds(40)
- Storms(37)
Weather(10671) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Action toys(4)
- Skill toys(3)
- Animals & stuffed toys(2)
- Educational toys(1)
- Baby toys(1)
Toys and games(11) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)