Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > anestesia

anestesia

Término general que describe las técnicas para calmar el dolor. Algunos tipos de anestesia que se usan a menudo durante el parto incluyen la anestesia local, la anestesia general o la analgesia.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Parenting
  • Category: Pregnancy
  • Company: Everyday Health
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Anatomy

laringe

The larynx (plural larynges), commonly called the voice box, is an organ in the neck of mammals involved in protecting the trachea and sound ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

"War and Peace" (by Leo Tolstoy)

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 1 Όροι

The Borgias

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι