Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > autoridad

autoridad

Derecho de controlar o dirigir las acciones de otros, legitimado por la ley, la moral, la costumbre o el consentimiento.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Government
  • Category: American government
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

yidish

El yidish es un idioma que hablaba los judíos de Europa del Este. Hoy en día, menos gente lo habla, pero lo conservan especialmente los judíos ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Medicine

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

iPhone 6

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 8 Όροι