Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa
biomasa
Biological material – including corn, switchgrass, and oilseed crops – that can be converted into fuel
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biotechnology; Ενέργεια
- Category: Biofuel
- Company: Grist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Cheese(628)
- Butter(185)
- Ice cream(118)
- Yoghurt(45)
- Milk(26)
- Cream products(11)
Dairy products(1013) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)